Δεν ξέρω αν τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή να γράψω για το βιβλίο αυτό μιας και μόλις το τέλειωσα και τα συναισθήματά μου είναι ακόμη υπερβολικά έντονα. Από την άλλη, φοβάμαι πως αν τα αφήσω να καταλαγιάσουν θα δυσκολευτώ πολύ να καταστήσω σαφές το πόσο σπουδαίο είναι το The Girl Next Door. Παρόλο που ο Jack Ketchum δεν θέλει περισσότερες συστάσεις από τον Stephen King, θα αναφέρω απλά ότι έχει κερδίσει τρία Bram Stoker awards, ήταν υποψήφιος για άλλα τέσσερα και το 2011 τιμήθηκε με το World Horror Convention Master Award, ένα βραβείο το οποίο έχουν λάβει, από τη δεκαετία του '90 μέχρι σήμερα, μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της λογοτεχνίας τρόμου. Το The Girl Next Door μπήκε στη συλλογή μου σχεδόν κατά τύχη, σε μία από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το Goodreads σου προτείνει κάτι καλό. Το Goodreads, λοιπόν, βλέποντας ότι είχα διαβάσει μόλις το Tarantula του Thierry Jonquet, μου πρότεινε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Jack Ketchum και, καθώς η υπόθεση μου έδωσε την εντύπωση πως πρόκειται για το είδος του τρόμου που μου αρέσει να διαβάζω, το κατέβασα στο Kindle μου και ξεκίνησα.
Ο David είναι ο αφηγητής της ιστορίας μας και, μεγάλος πλέον, μετά από δύο αποτυχημένους γάμους, μας διηγείται μια ιστορία που έλαβε χώρα στο μέρος όπου μεγάλωσε, όταν ο ίδιος ήταν δώδεκα χρονών. Στο διπλανό του σπίτι, ήρθαν να μείνουν οι ορφανές ξαδέρφες των φίλων του, η Meg και η Susan. Ο David γνωρίζει τη Meg και αμέσως νοιώθει μια ιδιαίτερη σύνδεση μαζί της. Μόνο που η Ruth, η θεία των κοριτσιών, δεν φαίνεται να συμπαθεί τις ανιψιές της. Σταδιακά, η απλή αντιπάθεια μετατρέπεται σε ακραία κακοποίηση, ενώ στο βασανισμό της Meg αρχίζουν να παίρνουν μέρος ολοένα και περισσότερα από τα παιδιά της γειτονιάς, με την ανοχή, την έγκριση και την προτροπή της Ruth.
Διαβάζοντας τον επίλογο του Jack Ketchum, αισθάνθηκα έκπληξη βλέποντας ότι κι ο ίδιος διέκρινε κάτι από το Lord of the Flies στο βιβλίο του. Αυτό με χαροποίησε διότι ήταν κάτι που σκέφτηκα πολλές φορές όσο διάβαζα το The Girl Next Door. Αν το Stand by Me και το Lord of the Flies γνωρίζονταν κι έκαναν ένα παράνομο παιδί, αυτό θα ήταν το μυθιστόρημα του Ketchum. Και θα ήταν εξαίσιο αλλά και φρικιαστικό ταυτόχρονα, ακριβώς όπως είναι το The Girl Next Door. Δεν είχα διαβάσει άλλο βιβλίο του Ketchum και, σίγουρα, η πρώτη επαφή μαζί του ήταν εξαιρετικά δυνατή. Σαν μετωπική σύγκρουση με νταλίκα, ένα πράγμα. Καταλαβαίνω πως, για κάθε άνθρωπο, ο τρόμος είναι ένα πολύ ιδιαίτερο και προσωπικό ζήτημα και το τι μας τρομάζει είναι ξεχωριστό για καθέναν από εμάς. Το δικό μου αδύναμο σημείο είναι ο ρεαλιστικός τρόμος. Πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, που ήδη έχουν συμβεί ή που συμβαίνουν κάθε μέρα χωρίς να το γνωρίζουμε. Η ωμή φρίκη που προκαλεί άνθρωπος σε άνθρωπο, αυτό είναι που με τρομοκρατεί και με κρατάει ξύπνια τις νύχτες. Ο μεταφυσικός τρόμος μπορεί να είναι ωραίος και αγωνιώδης όταν είναι καλογραμμένος, όμως βιβλία όπως το The Girl Next Door μου μιλάνε με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι μονάχα ότι η ιστορία αυτή θα μπορούσε να συμβεί -για την ακρίβεια είναι βασισμένη σε μια πραγματική υπόθεση. Είναι ότι θα μπορούσε να συμβεί σε μένα. Αυτό από μόνο του θα ήταν εξαιρετικό κατόρθωμα και θα έλεγε πολλά για τις συγγραφικές ικανότητες του Jack Ketchum, όμως εκείνο που πραγματικά ανεβάζει το μυθιστόρημα κατά δέκα σκάλες είναι ότι σου δείχνει πως θα μπορούσες κάλλιστα να το έχεις κάνει εσύ. Σε βάζει, δηλαδή, από τη μία στη θέση του θύματος, από την άλλη όμως ξεγυμνώνει ανελέητα τις χειρότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης και σε βάζει στη διαδικασία να σκεφτείς ότι ναι, μπορεί να πιστεύεις μέσα σου ότι είσαι, κατά βάση, καλός άνθρωπος, αλλά αν είχες βρεθεί στη θέση αυτών των παιδιών και κάποιος ενήλικας σου έδινε την άδειά του να βλάψεις κάποιον ίσως και να έκανες ακριβώς το ίδιο με τα παιδιά της ιστορίας. Κι αυτό είναι διπλά τρομακτική σκέψη. Εδώ ακριβώς διακρίνει κανείς, όχι μόνο την τέχνη, αλλά και την τεχνική του Jack Ketchum. Καταφέρνει να κάνει το μυθιστόρημά του κλειστοφοβικό με τόσο εσωτερικό και συναισθηματικό τρόπο που, σχεδόν, δεν το καταλαβαίνεις αμέσως. Δεν σου αφήνει περιθώρια να ξεφύγεις, δεν σου αφήνει ούτε μια μικρή γωνία στην οποία να μπορείς να κρυφτείς και να πείσεις τον εαυτό σου ότι κάτι τέτοιο ποτέ δεν θα γινόταν ή, αν γινόταν, δεν θα ήσουν στο επίκεντρό του είτε ως θύμα είτε ως θύτης. Ακόμη και σαν απλός παρατηρητής, όπως o David, δεν μπορείς παρά να αισθανθείς εξίσου ένοχος, εξίσου συνεργός γιατί, απλά, δεν έκανες κάτι. Δεν υπάρχει ούτε ένα εκατοστό μέσα στο μυαλό του αναγνώστη όπου να μπορεί να πάρει ανάσα, ούτε μια εναλλακτική που να φαντάζει λιγότερο φρικτή από την άλλη.
Ο Ketchum γράφει θαυμάσια και οι εναλλαγές ανάμεσα στο παιδί David και τον ενήλικα David λειτουργούν υπέρ του βιβλίου. Δεν αναλώνεται τόσο στο να περιγράψει λεπτομερώς τα βασανιστήρια -μάλιστα, σε ένα σημείο, ο ενήλικας αφηγητής παίρνει τα ηνία και λέει "δεν θα σας το περιγράψω αυτό, δεν μπορώ να το κάνω, αν θέλετε φανταστείτε το". Σε πολλές περιπτώσεις, ο ωμός, καθημερινός τρόπος με τον οποίο κάποια περιστατικά αναφέρονται σοκάρει πολύ περισσότερο από την αναλυτική περιγραφή, απλά και μόνο γιατί αμέσως σπρώχνει τον αναγνώστη να απορήσει, να αηδιάσει και να τρομάξει με την απάθεια των συμμετεχόντων. Διαθέτει άπειρες φράσεις που σου μένουν στο μυαλό και θα αναφερθώ ιδιαίτερα σε μια παρομοίωση που μου έκανε μεγάλη εντύπωση διότι, μέσα στην απλότητά της, είναι φοβερά ποιητική. Μετά την κορύφωση, λοιπόν, του δράματος, ο David σχολιάζει ότι η Ruth υποτίθεται πως έπρεπε να μεγαλώσει τη Meg (to raise her) κι αυτή αντίθετα προσπαθούσε να τη μικρύνει (to unraise her). Κι αυτό είναι κάτι το οποίο οφείλω να αναγνωρίσω στον Ketchum. Παρότι δεν θα χαρακτήριζα τη γραφή του λυρική, διαθέτει μια ποιητικότητα που ανταποκρίνεται στην καθημερινή ζωή και η οποία τραβάει τον αναγνώστη.
Οι χαρακτήρες είναι πολύ ενδιαφέροντες, η εξέλιξή τους εξαιρετικά πειστική, καλά δομημένη και συναρπαστική. Θέλω να σταθώ εδώ σε κάτι ακόμη το οποίο αναφέρει ο Jack Ketchum στον επίλογό του: ότι βλέπει τη Susan και τη Meg σαν ηρωίδες. Αυτό είναι κάτι που αισθάνθηκα πολλές φορές ως αναγνώστρια διότι, αν και τα δύο κορίτσια βρίσκονται στη θέση του θύματος, αν και πολλές φορές τις λυπάσαι και συμπάσχεις μαζί τους, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τη μαχητικότητά τους και το γεγονός πως αρνούνται πεισματικά να παραιτηθούν και να αφεθούν στις ορέξεις των βασανιστών τους. Και παρότι το The Girl Next Door είναι ένα βιβλίο που θα σε κάνει να αμφισβητήσεις όσα πιστεύεις για τους ανθρώπους γύρω σου και τον εαυτό σου, αν μια ελπίδα σου δίνει είναι πως υπάρχουν πράγματα που κανείς δεν μπορεί να σου στερήσει. Όπως έγραψε κι ο Alan Moore στο V for Vendetta:
Every inch of me shall perish. Every inch, but one. An Inch, it is small and it is fragile, but it is the only thing the world worth having. We must never lose it or give it away. We must never let them take it from us.
Δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο αυτό και να μην μπει σε σκέψεις. Δεν πρόκειται απλά για ένα καλό βιβλίο τρόμου αλλά για ένα καλό βιβλίο γενικότερα. Το The Girl Next Door είναι θαυμάσια λογοτεχνία, τόσο απλά. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα συνιστούσα να ακολουθήσετε το παράδειγμά μου και να διαβάσετε με τη σειρά αυτά τα τρία βιβλία: Carrie, Tarantula και The Girl Next Door. Έχοντας ολοκληρώσει και το τελευταίο, νοιώθω αηδία για την ανθρωπότητα και την ακατανίκητη παρόρμηση να κρυφτώ κάπου και να κλαίω για μέρες.
3 σχόλια:
Και ναι ειναι μια τριλογια που δεν θα διαβασω, για να μην κλαψω και εγω και εξαλου με ξερεις δεν την παλευω με τετοια βιβλια... Η αναλυση βεβαια σχεδον με κανει να θελω να κανω την υπερβαση και οπως ειπα και στο προηγουμενο σχολιο αυτο λεει πολλα :)
Now you made me want to read the damned book.... Or not read it.... Or both...
@ Larva
Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς :P
@Ανώνυμε/η
I suppose that's just the thing; it's a terrific novel but you need to be certain you have the stomach for it.
Δημοσίευση σχολίου