O Neil Gaiman είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του είδους εδώ και περίπου είκοσι πέντε χρόνια. Έχει γράψει το εκπληκτικό, δεκάτομο έπος "The Sandman", το "Neverwhere", το "American Gods" (το πρώτο βιβλίο που βραβεύτηκε την ίδια χρονιά με Locus, Nebula, Bram Stoker και SFX award), το "Stardust" και το "Coraline", στα οποία βασίστηκαν οι ομότιτλες ταινίες, το "Good Omens", μαζί με τον Terry Pratchett, το "Anansi Boys", το θαυμάσιο "Graveyard Book", πολλά παιδικά βιβλία, πολλά comics επίσης -εκτός από το "Sandman"- καθώς και δύο υπέροχες συλλογές διηγημάτων, το "Smoke and Mirrors" και το "Fragile Things". Είναι πολυαγαπημένος, πολυβραβευμένος και ο κόσμος γεμίζει θέατρα μόνο και μόνο για να ακούσει μια ομιλία του. Στα χρόνια της καριέρας του, έχει λάβει τεράστια αναγνώριση τόσο από κριτικούς και κοινό, όσο και από συναδέλφους (Gene Wolfe, Peter Straub, George R.R. Martin, Stephen King, Kim Newman etc.). Όλο και συχνότερα ανακαλύπτω σε σύγχρονα βιβλία αναφορές στο όνομά του να συντροφεύουν τη φράση "κλασσικοί του είδους" και τον Neil Gaiman ανάμεσα σε μεγάλες προσωπικότητες του φανταστικού. Η επιρροή που έχει ασκήσει στο είδος ήταν τεράστια. Άμεσος απόγονος του Ray Bradbury, ο Neil Gaiman από την αρχή έδειξε μια αστείρευτη ικανότητα να παντρεύει το καθημερινό με το μυθικό και το λυρικό κατορθώνοντας να κάνει πλάσματα αιώνια να φαντάζουν φίλοι μας και την καθημερινότητά μας να μοιάζει γεμάτη μαγεία και υποσχέσεις. Το "The Ocean at the End of the Lane" είναι το πρώτο του βιβλίο για ενήλικες μετά από εφτά χρόνια και, χωρίς υπερβολή, ήταν ένα από τα πιο αναμενόμενα βιβλία της χρονιάς. Η αναμονή άξιζε απόλυτα τον κόπο.
Ο ενήλικας πλέον πρωταγωνιστής επιστρέφει στο Sussex, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, για μια κηδεία και καταλήγει στο τέλος του δρόμου που έμενε παλιά. Εκεί, υπάρχει μια φάρμα όπου κατοικούν τρεις γυναίκες. Η νεότερη από αυτές θυμάται την εποχή του Cromwell (16ος - 17ος αιώνας). Η γηραιότερη θυμάται το Big Bang. Ο πρωταγωνιστής μας τις γνώρισε για πρώτη φορά όταν ήταν επτά ετών και ο ενοικιαστής που κατοικούσε στο σπίτι της οικογένειάς του έκλεψε το αυτοκίνητό τους και αυτοκτόνησε μέσα σ'αυτό. Η αυτοκτονία του, όμως, έθεσε σε κίνηση άλλα πράγματα κι άνοιξε μια πόρτα από την οποία σκοτεινά πλάσματα άρχισαν να περνούν στον κόσμο μας. Η μόνη ελπίδα του George, της οικογένειάς του και της γης ολόκληρης είναι οι τρεις γυναίκες της φάρμας.
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, κάτι στο οποίο ο Neil Gaiman δεν μας έχει συνηθίσει καθώς όλα τα προηγούμενα μυθιστορήματά του χρησιμοποιούσαν τριτοπρόσωπη αφήγηση. Περνάει με τεράστια ευκολία και άνεση από τον επτάχρονο αφηγηματικό εαυτό του στο σαραντάχρονο αφηγηματικό εαυτό του, πείθοντας απόλυτα και στις δύο περιπτώσεις. Παιδική αθωότητα από τη μία πλευρά και κυνισμός και ενήλικη κατανόηση από την άλλη. Η φόρμα είναι απλή στη βάση της: η κεντρική ιστορία είναι όλη ένα flashback και ο πρόλογος, ο επίλογος και τα συνδετικά κομμάτια διαδραματίζονται στο παρόν. Αν λειτουργεί τόσο καλά είναι επειδή ακριβώς ο Gaiman εναλλάσσει τόσο πειστικά το ύφος του σε κάθε κομμάτι της πλοκής. Πρόκειται για ένα μικρό σε μέγεθος (μόλις 250 σελίδες), αυτοτελές μυθιστόρημα, κάτι το οποίο μόνο προσόν μπορώ να θεωρήσω σε μια εποχή όπου τα περισσότερα δείγματα του είδους είναι όχι μόνο πολυσέλιδα αλλά και πολύτομα επίσης.
Ο πρωταγωνιστής μας είναι ένα παράξενο παιδί, που προτιμάει τα βιβλία και τα comics του από τα παιχνίδια και τη συντροφιά των συνομηλίκων του. Είναι μοναχικός και μαθαίνει πώς να ζει μέσα από τα βιβλία γιατί αυτά, όπως μας λέει, είναι ασφαλή, ενώ οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι. Όπως είναι αναμενόμενο, στο σχολείο δεν περνάει καλά και οι συμμαθητές του τον κοροϊδεύουν και τον χτυπάνε. Δεν έχει φίλους και με την αδερφή του δεν τα πηγαίνει καλά. Ο πατέρας του είναι ένας άντρα ο οποίος θυμώνει πάρα πολύ και ο θυμός του είναι τρομακτικός. Αν και δεν χτυπάει τα παιδιά του, ο τρόπος του τα κάνει να εύχονται να τα χτυπούσε. Οι τρεις γυναίκες Hempstock αποτελούν θαυμάσιους, ξεχωριστούς χαρακτήρες: η γενναία Lettie, η μητρική Ginnie και η σοφή γιαγιά είναι μια παρέα που ο Neil Gaiman έχει εμφανίσει πάρα πολλές φορές στο έργο του -μια εμμονή που έχει, θα έλεγε κανείς. Στο "Sandman" είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά την ιδέα ότι οι Μοίρες, οι Ερινύες, η Τριπλή Θεότητα της Κέλτικης μυθολογίας και οι Lilim είναι ένα και το αυτό. Εδώ βλέπουμε τις τρεις Hempstock να παρομοιάζονται με τις φάσεις του φεγγαριού (maiden, mother, crone) αλλά ο άμεσος ρόλος τους είναι αυτός των Μοιρών, καθώς φαίνεται πως μπορούν να επηρεάζουν το "υφαντό" ξηλώνοντας, κόβοντας και ράβοντας. Η Ursula Monkton είναι θαυμάσια στο ρόλο της "κακιάς", κάτι πανίσχυρο και αρχέγονο, ο εφιάλτης του κάθε παιδιού: η προσωποποίηση της ενηλικίωσης.
Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη και κυλάει γοργά, κάτι στο οποίο συμβάλλουν τόσο η ροή της γραφής του Gaiman όσο και το μικρό μέγεθος του βιβλίου. Κατά τόπους μαγικό και παραμυθένιο, κατά τόπους τρομακτικό και αγωνιώδες, το "The Ocean at the End of the Lane" είναι ίσως το πιο προσωπικό πόνημα του Neil Gaiman που έχουμε δει, μια ιστορία που μοιάζει τόσο οικεία, σαν να την είχαμε ζήσει. Μια ιστορία για τα παιδιά και τους ενήλικες, για τη μνήμη και τη λήθη, για τα παράξενα, μοναχικά παιδιά και τις πόρτες σε άλλους κόσμους που κουβαλάνε στις καρδιές τους. Μια συναρπαστική περιπέτεια κι ένα γοητευτικό παραμύθι ταυτόχρονα, κλείνει το μάτι σε άλλα έργα του συγγραφέα ("it's a dangerous thing to be a door" ή "the beating of mighty wings", για παράδειγμα) και σε κάνει, ίσως, κάπου μέσα σου να αναρωτιέσαι αν ή να ελπίζεις ότι αυτή η ιστορία ήταν αληθινή.
Ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη μυθιστόρημα, στο οποίο αδυνατώ να βρω έστω και ένα ψεγάδι. Η γραφή είναι υπέροχη, η πλοκή φανταστική, οι χαρακτήρες επαρκώς ανεπτυγμένοι, διαφορετικοί και μη στερεοτυπικοί, οι διάλογοι εξαίσιοι. Τα πάντα σ'αυτό το βιβλίο λειτουργούν στην εντέλεια, είναι τόσο απλό, τελικά.
Για κλείσιμο, ένα απόσπασμα από το βιβλίο που ξεχώρισα, αν και υπάρχουν πάμπολλα εξίσου ωραία:
How can you be happy in this world? You have a hole in your heart. You have a gateway inside you to lands beyond the world you know. They will call you, as you grow. There can never be a time when you forget them, when you are not, in your heart, questing after something you cannot even properly imagine, the lack of which will spoil your sleep and your day and your life, until you close your eyes for the final time, until your loved ones give you poison and sell you to anatomy, and even then you will die with a hole inside you, and you will wail and curse at a life ill-lived.
2 σχόλια:
Ηθελα να το παρω και να το διαβασω... Τωρα το θελω 100 φορες παραπανω. Μια ακομα πολυ καλη παρουσιαση μπραβο σου :)
Νομίζω πως όλο το κείμενο, ξεχειλίζει από την αγάπη σου για τον Gaiman. Δεν έχω προλάβει να γίνω ακόμα fan και με κάνεις να αναρωτιέμαι γιατί. Ελπίζω να ξαναβρώ σύντομα την όρεξή μου για διάβασμα, όταν πάντως την βρω, θα είναι σίγουρα πάνω - πάνω στη λίστα.
Δημοσίευση σχολίου